25η Μαρτίου 1821
Η ΚΡΗΤΗ στην ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του 1821
Η 25η Μαρτίου 1821 είναι ημερομηνία-ορόσημο στην ιστορία του ελληνικού έθνους μιας και σηματοδοτεί την απαρχή του αγώνα για σύγχρονου ελληνικού κράτους!
Η ανεξαρτησία των Ελλήνων από τους Οθωμανούς Τούρκους αποτελούσε διαχρονικό αίτημα ιδίως κατά τον 18ο και 19ο αιώνα και πλέον έφτασε στην πλήρη έκφρασή του την 25η Μαρτίου 1821, όταν και τοποθετείται η έναρξη της Επανάστασης, με την ημερομηνία να θεωρείται εθνική επέτειος και να τιμάται σε όλη τη χώρα με στρατιωτικές και μαθητικές παρελάσεις.
Ο Ρήγας Φεραίος, το 1797, έγραψε τον πατριωτικό ύμνο με σκοπό να συμβάλει στην απελευθέρωση του υπόδουλου Ελληνισμού. Ακόμα, σύμφωνα με τον Νικόλαο Πανταζόπουλο, μέσω του «Θούριου». ο Ρήγας Φεραίος «επιδιώκει την διαπαιδαγώγηση των σκλαβωμένων Ελλήνων με σκοπό τη συνειδητοποίηση της κατάστασής τους και διά της αυτογνωσίας της αναζήτησης των κατάλληλων μέσων για την ανάκτηση της ελευθερίας
Η Φιλική Εταιρεία θεωρείται μυστική οργάνωση που έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην οργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης και, σύμφωνα με τους ιστορικούς, ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό της -τότε- Ρωσικής Αυτοκρατορίας από τους Εμμανουήλ Ξάνθο, Νικόλαο Σκουφά και Αθανάσιο Τσακάλωφ.
Στις τάξεις της εν λόγω οργάνωσης εντάχθηκαν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αναγνωσταράς, ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), οι Φαναριώτες Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Νέγρης και ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός.
Η Επαναστάση άρχισε, επί της ουσίας, τον Φεβρουάριο του 1821 από την περιοχή της Μολδοβλαχίας .
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης σήμανε τη «Μάχη υπέρ πίστεως και πατρίδος» και μέσω σχετικής προκήρυξης καλούσε για επανάσταση τους Έλληνες της Μολδοβλαχίας, αφήνοντας να νοηθεί ότι οι θα είχαν την στήριξη της Ρωσίας.
Το φιτίλι, πλέον, είχε ανάψει και την άνοιξη του 1821, το επαναστατικό πνεύμα επεκτάθηκε στην Πελοπόννησο όπου στη Μάνη η Επανάσταση άρχισε στις 22 Μαρτίου, με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να καταλαμβάνει σημαντικά σημεία να εισέρχεται στην πόλη, με τους Μουσουλμάνους να παραδίδονται. Εν συνεχεία, στη Στερεά Ελλάδα, η Επανάσταση κηρύχθηκε επίσημα 27 Μαρτίου, στη Μονή Οσίου Λουκά κοντά στη Λιβαδειά, από τους οπλαρχηγούς Αθανάσιο Διάκο και Βασίλη Μπούσγο. καθώς και προκρίτους της περιοχής.
Η Επανάσταση ξέσπασε στα Καλάβρυτα στις 21 Μαρτίου 1821 και, δύο ημέρες αργότερα, στην Καλαμάτα και στο Αίγιο. Ακολούθησαν η Πάτρα (25 Μαρτίου 1821), το Γαλαξίδι (26 Μαρτίου 1821), το Άργος, η Καρύταινα, η Μεθώνη, το Νεόκαστρο, το Φανάρι, η Γαστούνη, το Ναύπλιο, τα Σάλωνα (27 Μαρτίου 1821), το Μαλανδρίνο (30 Μαρτίου 1821), η Λιβαδειά (31 Μαρτίου 1821), η Θήβα, οι Σπέτσες, ο Πόρος, η Αίγινα (3 Απριλίου 1821), τα Ψαρά (10 Απριλίου 1821).
Εφόσον από τις 21 Μαρτίου 1821 είχε αρχίσει να ξεσηκώνεται ο Ελληνισμός στην Πελοπόννησο εναντίον των Οθωμανών Τούρκων, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός κήρυξε την Επανάσταση στις 25 Μαρτίου 1821, διατυπώνοντας μια διακήρυξη, μαζί με τον επίσκοπο Καλαβρύτων Προκόπιο και τους Ανδρέα Ζαΐμη, Ανδρέα Λόντο και Μπενιζέλο Ρούφο, στην οποία αναφερόταν:<<Ημείς, το Ελληνικόν Έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει τον όλεθρον εναντίον μας, απεφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν>>
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ
Οι Κρητικοί, όταν πληροφορήθηκαν το ξέσπασμα της επανάστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά, αποφάσισαν να εξεγερθούν. Η απόφαση πάρθηκε σε τρεις συσκέψεις που έγιναν στα Σφακιά, Μεγάλη Πέμπτη στις 7 Απριλίου στα Γλυκά Νερά, Παρασκευή της διακαινησίμου 15 Απριλίου στην Παναγία του Λουτρού όπου συμμετείχαν οπλαρχηγοί και πρόκριτοι από όλη σχεδόν την Κρήτη και όπου τελέστηκε πανηγυρική συμβολική Διπλανάσταση και καλέστηκε νέα μαζικότερη συγκέντρωση στη Θυμιανή Παναγία ώστε η απόφαση να επικυρωθεί κι επίσημα και να αποφασιστούν οι αρχηγοί των επαρχιών.
Οι πληροφορίες για ξεσηκωμό των Κρητικών εξαγρίωσαν τους Τούρκους, που συνέλαβαν, βασάνισαν και απαγχόνισαν τον επίσκοπο Κισσάμου Μελχισεδέκ, φυλάκισαν τους επισκόπους Κυδωνίας Καλλίνικο και Ρεθύμνης Γεράσιμο αλλά προχώρησαν και σε κακοποιήσεις χριστιανών στα Χανιά (19 Μαΐου 1821). Στις 21 Μαΐου 1821 οργανώθηκε στο Λουτρό των Σφακίων, ως απάντηση στις Τουρκικές αγριότητες, η "Καγκελαρία", μία τοπική κυβέρνηση, και κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση. Η διαταγή των Πασάδων της Κρήτης για καθολικό αφοπλισμό των Χριστιανών δεν έγινε δεκτή από τους επαναστάτες, που κατασκεύασαν φυσέκια ("χαρτούτσια") από τα βιβλία εκκλησιών και μοναστηριών και βόλια από τα βαρίδια των ζυγαριών, για να λύσουν το πρόβλημα των πολεμοφοδίων.Η πρώτη μεγάλη νίκη των επαναστατών σημειώθηκε στις 14 Ιουνίου 1821 στο Λούλο Χανίων, όπου εξοντώθηκε ένα σώμα γενιτσάρων από τα Χανιά και σκοτώθηκε ο αρχηγός τους Ταμπουρατζής, από τους Σφακιανούς οπλαρχηγούς Ιωάννη Χάλη, Ιωάννη Παπαδογεωργάκη, Παπανδρέα, Σήφακα και Βαρδουλομανούσο. Οι Τούρκοι απάντησαν με σφαγές αμάχων, λεηλασίες σπιτιών, μαγαζιών και εκκλησιών στα Χανιά.
Οι σφαγές επεκτάθηκαν στο Ρέθυμνο και στις 23-24 Ιουνίου στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο), όπου οι νεκροί έφτασαν τους 700, ανάμεσά τους ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Γεράσιμος και οι επίσκοποι Κνωσσού, Χερσονήσου, Λάμπης και Σφακίων, Σητείας και Διοπόλεως. Στη Σητεία οι νεκροί ήταν 300. Στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου οι Κρητικοί νίκησαν στο Ζουρίδι με επικεφαλής τους Αν. Δεληγιάννη και Π. Μανουσέλη (Μάχη των Ρουστίκων) αλλά και στις Καλύβες και στο Βοθειακό με επικεφαλής τους Ρ.Βουρδουμπά, Γ.Τσουδερό, Πωλογεωργάκη, Μεληδόνη και Μιχ. Κουρμούλη.
Στις αρχές Ιουλίου οι Έλληνες νίκησαν στο χωριό Γάλλου και ανάγκασαν τους Τούρκους, που στόχευαν να καταπνίξουν την επανάσταση στα Σφακιά, να επιστρέψουν στο Ρέθυμνο. Μία ακόμη μεγάλη νίκη κέρδισαν οι Έλληνες στους Λάκκους εναντίον του Λατίφ Πασά των Χανιών, που επιχείρησε να καταστείλει την επανάσταση στο Θέρισο, αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει και να κλειστεί στο Κάστρο των Χανίων. Οι Ιωάννης και Βασίλης Χάλης, Αντώνης Φασούλης και Γ. Δασκαλάκης πρωταγωνίστησαν στη μάχη αυτή.
Στα μέσα Ιουλίου 1821 εξελίχθηκε νέα προσπάθεια των Τούρκων να χτυπήσουν τους επαναστάτες στα Σφακιά. Η επιχείρηση οργανώθηκε από τον Σερίφ πασά του Ηρακλείου που όρισε αρχηγό των 8.000 ανδρών που συγκέντρωσε τον Καούνη. Οι Τούρκοι, ενισχυμένοι και με δυνάμεις από το Ρέθυμνο, κατέλαβαν τα χωριά Καλλικράτης και Ασκύφου. Στις 18 Ιουλίου έγινε συντονισμένη επίθεση των Σφακιανών στο Ασκύφου με αρχηγούς τούς Μανουσέλη, Δεληγιαννάκη, Πωλογεωργάκη, Ρ. Βουρδουμπά και Γ. Δασκαλάκη. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν μεγάλες και υποχώρησαν προς το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο.
Η τρίτη προσπάθεια των Τούρκων να καταλάβουν τα Σφακιά εκδηλώθηκε στο τέλος Ιουλίου 1821, με την κοινή εκστρατεία των πασάδων του Ηρακλείου, Ρεθύμνου και Χανίων, Σερίφ, Οσμάν και Λατίφ αντίστοιχα. Την 1η Αυγούστου οι Έλληνες επιτέθηκαν πρώτοι στην Επισκοπή αλλά έχασαν τη μάχη. Οι Τούρκοι από τα στενά του Αλμυρού μπήκαν στην επαρχία Αποκορώνου, κατέστρεψαν πολλά χωριά και εξόντωσαν 3.000 αμάχους. Η κρισιμότητα της κατάστασης οδήγησε τους Σφακιανούς να κάνουν έκκληση στις Σπέτσες για βοήθεια (13 Αυγούστου 1821)[7], αφού οι Υδραίοι δεν είχαν ανταποκριθεί.
Παρά τη νίκη των Ελλήνων στις Αλίακες (19 Αυγούστου 1821) οι Τούρκοι έφτασαν στα Σφακιά, νικώντας τους Σφακιανούς στο Ασκύφου (29 Αυγούστου 1821). Πολλά γυναικόπαιδα θανατώθηκαν και αιχμαλωτίσθηκαν και όσα μπόρεσαν κατέφυγαν στη Γαύδο. Παρά τη νίκη τους οι Τούρκοι γνώριζαν ότι η επανάσταση δεν είχε κατασταλεί, αφού πολλοί πολεμιστές είχαν καταφύγει σε ορεινές περιοχές.
Η επανάσταση υπό την ηγεσία του Αφεντούλιεφ.
Μετά την αποχώρηση των Τούρκων Πασάδων από τα Σφακιά η επανάσταση ξανάρχισε, καθώς οι τουρκικές δυνάμεις κλείστηκαν στα κάστρα, ενώ οι Έλληνες επέστρεψαν στα χωριά τους. Την κρίσιμη αυτή στιγμή γινόταν αναγκαία η ύπαρξη ενιαίας ηγεσίας του αγώνα στην Κρήτη, αφού υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ των Σφακιανών οπλαρχηγών και εκείνων από τις άλλες περιοχές του νησιού. Οι Κρητικοί ζήτησαν από τον Δημήτριο Υψηλάντη να ορίσει γενικό αρχηγό της επανάστασης στην Κρήτη, προτείνοντας όμως διαφορετικά πρόσωπα. Ο Δ.Υψηλάντης όρισε τον Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλιεφ ή Αφεντούλη γενικό αρχηγό της επανάστασης στην Κρήτη. Αυτός έφθασε στην Κρήτη στις 25 Οκτωβρίου 1821 με πολεμικό υλικό και τρόφιμα, όμως πολύ λίγα σε σχέση με όσα ήταν απαραίτητα για τον αγώνα, και επέλεξε ως έδρα της διοικήσεώς του το Λουτρό Σφακίων.
Δεύτερο έτος της Επανάστασης (1822)
Στις 20 Μαρτίου 1822 αποβιβάσθηκε στην Κρήτη ο Φιλέλληνας Γάλλος συνταγματάρχης Joseph Balestra (Ιωσήφ Βαλέστ), σταλμένος από τον Δ. Υψηλάντη. Αυτός διαφοροποίησε τη στρατηγική στον αγώνα των Κρητικών. Ο Balestra θεωρούσε ότι ο αγώνας έπρεπε να επικεντρωθεί στην κατάκτηση μίας πόλης - φρουρίου, επιλέγοντας το Ρέθυμνο ως καταλληλότερο στόχο. Κι αυτό γιατί, με το Ρέθυμνο ως κέντρο, θα ήταν ευκολότερη και αποτελεσματικότερη η διεύθυνση των επιχειρήσεων σε σχέση με το Λουτρό Σφακίων που ήταν απομακρυσμένο στο Νότο.
Ο Μιχαήλ Αφεντούλιεφ, με σκοπό την κατάκτηση του Ρεθύμνου όρισε τον Balestra ως αρχηγό των ελληνικών στρατευμάτων. Στη μάχη όμως του Κάστελλου (ΝΔ του Ρεθύμνου), στις 14 Απριλίου 1822, ανάμεσα στον ελληνικό στρατό (4000 άνδρες) και τον τουρκικό από το Ρέθυμνο και το Μεγάλο Κάστρο (5000 άνδρες) οι Έλληνες ηττήθηκαν και υποχώρησαν. Ο Balestra αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε .
Αυτή τη χρονική στιγμή, με την επανάσταση σε έξαρση και τους Τούρκους αποκλεισμένους στα κάστρα, έφθασε στην Κρήτη ως εκπρόσωπος της Κεντρικής Διοίκησης της Ελλάδας, ο Πέτρος Σκυλίτσης Ομηρίδης, προκειμένου να συγκροτήσει τοπική συνέλευση. Η συνέλευση πραγματοποιήθηκε στους Αρμένους Αποκορώνου και από τις εργασίες της προέκυψε το «Προσωρινόν Πολίτευμα της νήσου Κρήτης» (21 Μαΐου 1822), κείμενο σημαντικό για την πολιτική κι οικονομική οργάνωση του νησιού. Επίσης, στους Αρμένους σταθεροποιήθηκε η θέση του Αφεντούλιεφ ως γενικού αρχηγού της επανάστασης με τον τίτλο του «Γενικού Επάρχου της Νήσου», πράγμα απαραίτητο για την επικράτηση πνεύματος ομόνοιας στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Ο Αγώνας στην Κρήτη μπήκε σε κρίσιμη φάση, όταν ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια του αντιβασιλιά της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, για να καταπνίξει την επανάσταση στο νησί. Πράγματι, στις 28 Μαΐου 1822 ο αιγυπτιακός στόλος κατέπλευσε στη Σούδα με 114 πλοία, από τα οποία 30 ήταν αιγυπτιακά πολεμικά και τα υπόλοιπα φορτηγά και μεταγωγικά, τα περισσότερα γαλλικά, που μετέφεραν στρατό και πολεμοφόδια. Στο νησί αποβιβάσθηκαν 10000 πεζοί στρατιώτες (κυρίως Αλβανοί μισθοφόροι) και 500 ιππείς, με αρχηγό τον Χασάν Πασά. Τόσο ο Αφεντούλιεφ όσο και ο Σκυλίτσης υποτίμησαν αρχικά τον κίνδυνο από την αποβίβαση του αιγυπτιακού στρατού.
Στις αρχές του Ιουνίου πραγματοποιήθηκε ελληνική επίθεση εναντίον του στρατοπέδου των Τουρκοαιγυπτίων στις Αλυκές και οι Κρητικοί νίκησαν στη Μαλάξα. Μάλιστα, η νίκη θα ήταν μεγαλύτερη αν η επίθεση γινόταν μεσάνυχτα, όπως αρχικά σχεδιάστηκε, κι όχι ξημέρωμα.Σαν απάντηση στην ελληνική νίκη ο Χασάν Πασάς επιχείρησε να καταλάβει τη Μαλάξα συγκεντρώνοντας δύναμη 12000 ανδρών (Τούρκοι Χανίων, Σελίνου και Κισσάμου και Αιγύπτιοι) απέναντι σε 2000 Έλληνες. Οι Κρητικοί επιτέθηκαν πρώτοι στα Τσουκαλαριά και παρά τον, αρχικά, αμφίρροπο χαρακτήρα της μάχης υποχώρησαν στη Μαλάξα, που τελικά εγκατέλειψαν και έπεσε χωρίς μάχη στα χέρια των εχθρών (13 Ιουνίου 1822).
Στις 18 Ιουλίου 1822 οι Έλληνες εξολόθρευσαν, στον Κρουσώνα, ένα μέρος των δυνάμεων του Σερίφ Πασά του Ηρακλείου (350 Αλβανούς), ο οποίος λίγες μέρες πριν είχε καταστρέψει τα Ανώγεια. Ακολούθησε ο ξεσηκωμός της ανατολικής Κρήτης (Λασίθι, Μιραμπέλλο, Σητεία) που λόγω διαφόρων συνθηκών (τρομοκρατία, λεηλασίες, έλλειψη όπλων) δεν είχε εξεγερθεί. Με όπλα που αγοράστηκαν με χρήματα του βαθύπλουτου Ψαριανού Ιωάννη Βαρβάκη, εγκατεστημένου τότε στη Ρωσία, οι επαναστάτες χτύπησαν τους Τούρκους και τους ανάγκασαν να κλειστούν στα φρούρια της Σπιναλόγγας και της Ιεράπετρας.
Στη Δυτική Κρήτη ο Χασάν πασάς, βλέποντας τη γενναία αντίσταση των Ελλήνων, αποφάσισε να μεταχειριστεί άλλο τρόπο για να τους υποτάξει. Εξανάγκασε τον αποφυλακισμένο, για το σκοπό αυτό, επίσκοπο Κυδωνίας Καλλίνικο να ζητήσει από τους επαναστάτες παράδοση των όπλων και υποταγή. Αλλά και ο ίδιος ζήτησε από τους επαναστάτες υποταγή στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, παρουσιάζοντάς τον ως φιλάνθρωπο ηγεμόνα. Και στις δύο περιπτώσεις η απάντηση των Κρητικών ήταν αρνητική, οδηγώντας τον Χασάν Πασά στην απειλή για εξολόθρευση όλων των ανυπότακτων πληθυσμών.
Τρίτο έτος της Επανάστασης (1823)
Ο Εμμανουήλ Τομπάζης Αρμοστής της Κρήτης
Στην αρχή του 1823 το μεγαλύτερο μέρος του νησιού και τα φρούρια βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο των Τούρκων. Το Φεβρουάριο του 1823 στο χωριό Μίλατο της επαρχίας Μιραμπέλλου 2.000 άμαχοι που είχαν καταφύγει σε μία σπηλιά, για να σωθούν από τους Τούρκους, εξοντώθηκαν. Είτε σφάχτηκαν είτε πουλήθηκαν ως δούλοι. Την ίδια περίοδο συγκεντρώθηκε μια ισχυρή ελληνική δύναμη (5.000 άνδρες) στη δυτική Κρήτη, στις επαρχίες Κισσάμου και Σελίνου, η οποία περιόρισε τους Τούρκους αυτών των επαρχιών στα φρούρια του Καστελλίου (Κίσσαμος) και Κανδάνου (Σέλινος).
Στις 23 Απριλίου 1823 ο Εμμανουήλ Τομπάζης διορίστηκε Αρμοστής (διοικητής) της Κρήτης και έφτασε στο νησί στις 22 Μαΐου με ενισχύσεις, δηλαδή στόλο οκτώ πλοίων, 1.200 άνδρες, πυροβολικό (15 κανόνια) και χρήματα.Η παρουσία του αναζωογόνησε την επανάσταση, τουλάχιστον στη δυτική Κρήτη. Αμέσως ο Τομπάζης άρχισε την πολιορκία του φρουρίου του Καστελλίου (Κίσσαμος). Κάτω από την απειλή του σφοδρού βομβαρδισμού του φρουρίου από το ελληνικό πυροβολικό, έπεισε τους Τούρκους να παραδώσουν το φρούριο και να μεταφερθούν μέσω της θάλασσας στα Χανιά (25 Μαΐου 1823). Το φρούριο του Καστελλίου ήταν το πρώτο που κατέλαβαν οι Έλληνες στην Κρήτη. Επιπλέον, αυτή η επιτυχία έκανε ευκολότερη και ταχύτερη την επικοινωνία μεταξύ της Κρήτης και της κυρίως Ελλάδας, καθώς αυτή γινόταν μέσω του κόλπου της Κισσάμου στη βόρεια Κρήτη αντί του Λουτρού Σφακίων στη νότια.
Η πολιορκία του φρουρίου της Κανδάνου
Πέντε μέρες μετά, στις 30 Μαΐου 1823, το ελληνικό στράτευμα (5000 άνδρες) εξεστράτευσε στην επαρχία Σελίνου και άρχισε να πολιορκεί το φρούριο της Κανδάνου. Οι Σελινιώτες Τούρκοι, που ήταν οι πιο αξιόμαχοι της Κρήτης, πείσθηκαν από τον Τομπάζη να εγκαταλείψουν την Κάνδανο και να καταφύγουν στα Χανιά.
Άφιξη Αιγυπτιακού στόλου υπό τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ.
Τον Ιούνιο του 1823 έφθασε στην Κρήτη ο αιγυπτιακός στόλος υπό την αρχηγία του Ισμαήλ Γιβραλτάρ και αποβίβασε στο νησί τακτικό αιγυπτιακό στράτευμα 5000 ανδρών, 300 πυροβολητές αλλά και Γάλλους αξιωματικούς που υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στον αιγυπτιακό στρατό. Νέος αρχηγός των αιγυπτιακών δυνάμεων ήταν ο Χουσεΐν Μπέης, γαμπρός του Μεχμέτ Αλή, στη θέση του Χασάν Πασά που είχε σκοτωθεί πέφτοντας από το άλογο του. Έτσι, το καλοκαίρι του 1823, οι δυνάμεις των Τουρκοαιγυπτίων στην Κρήτη έφθαναν περίπου τις 25.000 άνδρες
Στις 20 Αυγούστου 1823 ελληνικό στράτευμα 3.000 ανδρών (2.000 με αρχηγό τον Σφακιανό Ρούσο Βουρδουμπά και 1.000 με αρχηγό τον Τομπάζη) συγκρούστηκε με τουρκικό 10.000 ανδρών στις Αμουργέλλες (νότια του Ηρακλείου). Η μάχη έληξε με ήττα των Ελλήνων που είχαν σημαντικές απώλειες (300 νεκροί). Τον Οκτώβριο του 1823 ο Χουσεΐν μπέης εξεστράτευσε στον Μυλοπόταμο. Στο σπήλαιο Γεροντόσπηλιο του Μελιδονίου (ανατολικά του Ρεθύμνου) κλείστηκαν περισσότεροι από 400 Μελιδονίτες, μεταξύ των οποίων 30 ένοπλοι και πολλά γυναικόπαιδα, πολιορκούμενοι από τους εχθρούς.
Στις 11 Δεκεμβρίου 1823 οι Έλληνες απέτυχαν να καταλάβουν το φρούριο της Γραμβούσας. Στα τέλη του Δεκέμβρη η κατάσταση ήταν κρίσιμη και μόνο με ενίσχυση από την κεντρική Ελληνική Κυβέρνηση, όπως έλεγε ο Τομπάζης, μπορούσε η επανάσταση να συνεχισθεί. Αν και οι Έλληνες αντιμετώπιζαν τις υπέρτερες δυνάμεις των εχθρών, Τούρκων, Αιγυπτίων, Αλβανών αλλά και Γάλλων μισθοφόρων, ο αγώνας συνεχίσθηκε για αρκετούς ακόμη μήνες.
Τέταρτο έτος της Επανάστασης (1824)
Ενώ ο Τομπάζης απέτυχε τόσο να ενώσει τους οπλαρχηγούς σε κοινή δράση κατά του εχθρού όσο και να εξασφαλίσει ενισχύσεις από την Ελλάδα, ο Χουσεΐν Μπέης με ισχυρές δυνάμεις συνέχισε την καταστολή της επανάστασης.
Τον Ιανουάριο του 1824 εξολοθρεύτηκαν οι έγκλειστοι στη σπηλιά του Μελιδονίου. Αν και αμύνθηκαν για τρεις μήνες αποκρούοντας όλες τις επιθέσεις των πολιορκητών, τελικά υπέκυψαν. Οι Τούρκοι άνοιξαν μια οπή στην οροφή του σπηλαίου και έριξαν εύφλεκτες ύλες στο εσωτερικό του. Ακόμα άναψαν και φωτιά στην είσοδο του σπηλαίου με αποτέλεσμα οι πολιορκημένοι να πεθάνουν από ασφυξία (24 Ιανουαρίου 1824).
Στη συνέχεια ο Χουσεΐν Mπέης εξεστράτευσε κατά της Μεσσαράς (νότια του Ηρακλείου) και μετά εισέβαλε στο Ρέθυμνο. Εκείνη την περίοδο εγκαταλείφθηκε η σχεδιαζόμενη επιχείρηση καταστροφής Αιγυπτιακών πλοίων στη Σούδα λόγω ελλείψεως κατάλληλων και επαρκών μέσων.
Τον Φεβρουάριο του 1824 ο Χουσεΐν Μπέης εξεστράτευσε στον Αποκόρωνα (ανατολικά των Χανίων) στρατοπέδευσε στην Επισκοπή,εισέβαλε στην επαρχία και τη λεηλάτησε.
Στα μέσα Μαρτίου 1824 ο Χουσεΐν κινήθηκε προς τα Σφακιά, που αποτελούσαν το κέντρο της επανάστασης. Χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση έφτασε στο λιμάνι του Λουτρού, όπου οι Έλληνες ανατίναξαν τις αποθήκες πολεμοφοδίων και τροφίμων, για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού.
Η ενέργεια αυτή σταμάτησε για λίγο την προέλαση των Τούρκων και έτσι πολλοί Κρητικοί σώθηκαν είτε φεύγοντας με πλοία στη Γαύδο είτε βρίσκοντας καταφύγιο στα βουνά των Σφακίων.
Η πτώση των Σφακίων έκαμψε το ηθικό των κατοίκων πολλών περιοχών που δήλωσαν υποταγή, όπως η Κυδωνία (Χανιά). Με τη βοήθεια και τη μεσολάβηση του ελληνικής καταγωγής προξένου της Αυστρίας στο Ηράκλειο Δερκουλέ, ο Χουσεΐν ζήτησε από τους Κρητικούς να υποταχθούν, προκειμένου να σώσουν τη ζωή και την περιουσία τους. Όμως, χωρίς να περιμένει, εισέβαλε στις επαρχίες Κισσάμου και Σελίνου και τις υπέταξε. Η επιδρομή του συνοδεύτηκε από θηριωδίες κατά των κατοίκων και λεηλασίες, ενώ οι Έλληνες ανατίναξαν το φρούριο της Κισσάμου.
Τότε έφθασαν τα 15 πλοία της Ύδρας για να βοηθήσουν στον αγώνα, αλλά ήταν πλέον αργά. Τελικά, χρησιμοποιήθηκαν για τη διάσωση του άμαχου πληθυσμού, έφυγαν όμως με αυτά και ένοπλοι που μεταφέρθηκαν στα νησιά του Αιγαίου και την Πελοπόννησο (Μονεμβασία). Πολλοί από τους Κρητικούς που αποχώρησαν πέθαναν εξαιτίας των κακουχιών (πείνα, αρρώστιες). Συνολικά, τους πρώτους μήνες του 1824 έφυγαν από την Κρήτη περίπου 60.000 κάτοικοι.
Στις 12 Απριλίου 1824 ο διοικητής της Κρήτης Εμμανουήλ Τομπάζης αναχώρησε από το νησί, υποσχόμενος βοήθεια όταν επιστρέψει στην Ελλάδα. Η υποταγή της Κρήτης είχε συντελεστεί. Ο αγώνας εναντίον των Τουρκοαιγυπτίων συνεχίστηκε στα βουνά με σποραδικές ενέργειες ανταρτικών σωμάτων.
Η επανάσταση στην Κρήτη 1825-1828
Η επανάσταση στη Μεγαλόνησο συντηρήθηκε από μεμονωμένες επιθέσεις ανταρτών σε χωριά και φρούρια των Τούρκων. Εκείνη την περίοδο κατέφθασαν στο νησί Κρητικοί, που είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο και τα νησιά και επέστρεψαν με στόχο την ουσιαστική επανέναρξη της Κρητικής επανάστασης.
Έτσι, καταλαμβάνεται το φρούριο της Γραμβούσας στα δυτικά του νησιού από τους επαναστάτες, με αρχηγούς τους Δημήτριο Καλλέργη και Εμμανουήλ Αντωνιάδη, στις 9 Αυγούστου του 1825.Το φρούριο χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο νέων επιχειρήσεων.
Η επανάσταση στην Κρήτη 1828-1830
Η περίοδος αυτή συνέπεσε με την άφιξη και την παραμονή στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη. Ο Καποδίστριας επιδιώκοντας να επαναφέρει την ασφάλεια στις ελληνικές θάλασσες έστειλε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στη Γραμβούσα για να καταστείλει την πειρατεία. Στην επιχείρηση συμμετείχαν αγγλικά και γαλλικά πλοία που κατέστρεψαν τα πλοία των επαναστατών, ενώ το φρούριο πέρασε στα χέρια των Άγγλων.
Παρά την αρνητική αυτή εξέλιξη η επανάσταση δεν έσβησε στην Κρήτη. Αυτό δε συνέβη ούτε όταν έφθασε στο νησί ο βαρώνος Ρέινεκ, ως αντιπρόσωπος του Καποδίστρια, μεταφέροντας την επιθυμία του Κυβερνήτη για σταμάτημα της επαναστατικής δράσης. Έτσι, το καλοκαίρι του 1828 οι Κρητικοί έλεγχαν ολόκληρο το νησί ενώ οι Τούρκοι βρίσκονταν αποκλεισμένοι στα φρούρια.
Η αλλαγή της πολιτικής του Καποδίστρια απέναντι στην Κρήτη συνδέθηκε με την αποστολή του Εμμανουήλ Τομπάζη στο νησί και την αποτυχημένη απόπειρά του να καταλάβει τη Σητεία, τη μόνη περιοχή που ελέγχονταν από τους Τούρκους.
Η κατάσταση δεν άλλαξε ούτε κατά τη διάρκεια της θητείας των επόμενων αντιπροσώπων του Κυβερνήτη, του Άγγλου Χαν και του Νικόλαου Ρενιέρη, καθώς το νησί βρισκόταν στην κατοχή των επαναστατών με τους Τούρκους να έχουν περιοριστεί στα φρούρια Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου.
Όμως, παρά τη θετική αυτή εξέλιξη η Κρήτη ΔΕΝ περιλήφθηκε στα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους που ιδρύθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (22/011/1830). Αν και καλλιεργούνταν ελπίδες ότι στο νέο ελληνικό κράτος θα περιλαμβάνονταν όλες οι επαναστατημένες περιοχές, η Κρήτη παρέμεινε υπό οθωμανική εξουσία κυρίως λόγω απαίτησης της Μεγάλης Βρετανίας. Οι Κρητικοί με την προκήρυξη του "Κρητικού Συμβουλίου" στους Μαργαρίτες Μυλοποτάμου (12 Απριλίου 1830)[21] εξέφρασαν την πικρία και τη αγανάκτησή τους.
Ο αγώνας συνεχίστηκε αλλά η Επανάσταση σταμάτησε λόγω απαγόρευσης εφοδιασμού με όπλα από την ανεξάρτητη πλέον Ελλάδα και του αποκλεισμού του νησιού από τη Μεγάλη Βρεττανία δια θαλάσσης. Όμως η οριστική καταδίκη της Κρήτης έγινε το 1830, στις 22 Ιανουαρίου . Τότε, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία συνομολόγησαν στην οριστική ίδρυση του ελληνικού κράτους, εξαιρώντας τελεσίδικα την Κρήτη και τη Σάμο απʼ αυτό. Με τη συνθήκη αυτή ορίστηκε βασιλιάς της Ελλάδας ο πρίγκιπας του Sachsen – Goburg Gotha Λεοπόλδος.
Ο Λεοπόλδος μερικούς μήνες αργότερα αρνήθηκε το θρόνο, διαφωνώντας και με την εξαίρεση της Κρήτης από το νέο ελληνικό κράτος.
Στη θέση του ορίστηκε ο Όθωνας. Επέστρεψαν (προσυμφωνημένα) την Κρήτη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία προσωρινά, η Τουρκία έγινε και πάλι κυρίαρχος στην Κρήτη και την πούλησε στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που προσέφερε στο σουλτάνο στη διάρκεια της Επανάστασης, τόσο στην Κρήτη όσο και στο Μοριά.
0 Σχόλια